espa

Είδη ξύλου στην ξυλοναυπηγική

Τα είδη ξυλείας είναι ζωτικής σημασίας στη ναυπηγική βιομηχανία, και ιδιαίτερα στη
ξυλοναυπηγική, όπου χρησιμοποιούνται για την κατασκευή πλοίων, σκαφών, και άλλων
ναυτικών εφαρμογών. Η επιλογή του κατάλληλου είδους ξυλείας επηρεάζει την αντοχή, την
αντίσταση στο νερό, την ελαστικότητα, την αντίσταση στις επιθέσεις θαλάσσιων οργανισμών
και πολλά άλλα χαρακτηριστικά των κατασκευαστικών υλικών. Οι βασικές ιδιότητες του
ξύλου είναι η ελαστικότητα και η ανθεκτικότητα στη κάμψη – να μπορεί να λυγίσει, χωρίς να
σπάσει. Ξυλεία με φυσικές καμπυλότητες είναι ιδανική στη ναυπηγική, καθότι
χρησιμοποιείται στην κατασκευή των καμπυλωτών τμημάτων του σκελετού, τα οποία
δέχονται τις μεγαλύτερες καταπονήσεις. Επίσης, η καμπυλότητα του ξύλου καθορίζει και τη
μορφή του τμήματος του σκάφους.
Μπορεί κανείς να διακρίνει ξύλα με ευθείες ίνες ή «ευθύινα ξύλα» (με ίσια νερά) και αυτά
που έχουν στρεπτές ίνες ή «στρεπτόινα» (στριμμένα ξύλα), τα οποία ακολουθούν τη στροφή
του κορμού ή των κλαδιών. Η διάταξη των ινών και ο σχηματισμός από αυτές του ιστού του
ξύλου παίζουν σπουδαίο ρόλο στην ποιότητα και την κατεργασία του ξύλου.
Στο παρελθόν, η ναυπηγική αποτελούσε μία από τις πιο σύνθετες εργασίες με ξύλο και
απαιτούσε μεγάλη επιδεξιότητα από έμπειρους τεχνίτες. Η διάρκεια ζωής των σκαφών και η
ποιότητα κατασκευής τους ήταν άμεσα συνδεδεμένες με τις ιδιότητες και την ποιότητα των
ξύλων. Οι ναυπηγοί επωφελούμενοι τις ιδιότητες αυτές είχαν τη δυνατότητα να βελτιώσουν
τα καμπύλα σχήματα των τμημάτων ενός σκάφους και κυρίως να αυξήσουν την αντοχή του.
Συγκεκριμένα κάποιες από τις βασικές ιδιότητες του ξύλου είναι οι εξής:

  1. Η αντοχή στην κάμψη: Πρωταρχικής σημασίας παράγοντας είναι αφενός η επιλογή
    της κατάλληλης ξυλείας για κάθε στοιχειό που πρόκειται να κατασκευαστεί και
    αφετέρου να τηρούνται τα πρότυπα βάση των ειδικών κανονισμών που ορίζουν την
    αντοχή στα επιτρεπτά όρια φόρτισής του. Στη ναυπηγική πολύτιμα θεωρούνται τα
    ξύλα με φυσικές καμπυλότητες λόγω της μεγάλης αντοχής που έχουν σε φορτίσεις
    κάμψης. Τα ξύλα αυτά συμβάλουν στην κατασκευή καμπυλωτών τμημάτων κυρίως
    του σκελετού διότι σε αυτά τα σημεία ασκούνται οι μεγαλύτερες καταπονήσεις.
    (πλώρια ποδοστάματα, μπρατσόλια, τρυπητά, φουρνιστές κ.ά.). Επιπρόσθετα η
    τελική μορφή ενός τμήματος του σκάφους, καθορίζεται από τη φυσική καμπυλότητα
    του ξύλου που χρησιμοποιήθηκε. Όταν σε ένα ξύλο ενεργεί πάνω του μια δύναμη και
    το κάμπτει, τότε η μία του πλευρά υπόκειται σε θλίψη και η άλλη σε εφελκυσμό. Το
    ξύλο έχει μεγαλύτερη αντοχή σε εφελκυσμό απ’ ότι σε θλίψη. Παρόλα αυτά, σπάει
    στην εφελκυόμενη πλευρά, καθότι τα ελαττώματα μειώνουν περισσότερο στην
    αντοχή σε εφελκυσμό απ’ ότι στη θλίψη. Η αντοχή σε κάμψη, είναι η πιο σημαντική
    ιδιότητα του ξύλου διότι τα περισσότερα φορτία στις κατασκευές από ξύλο,
    προκαλούν κάμψη.
  2. Η ελαστικότητα: Σημαντική και απαραίτητη ιδιότητα υλικού που βρίσκει εφαρμογή
    στην ναυπηγική. Η ελαστικότητα είναι η ικανότητα που έχει το ξύλο να λυγίζει χωρίς
    να σπάει. Μεγάλη ελαστικότητα, εμφανίζουν τα νεαρά ξύλα, τα ξύλα που έχουν μικρό
    ή μηδενικό ποσοστό ρητίνης και ξύλα με μικρό ειδικό βάρος. Η ελαστικότητα
    επιτρέπει έγκαιρη διάγνωση επικείμενης θραύσης του ξύλου. Σε περιπτώσεις, όμως,
    που μια κατασκευή πρέπει να μένει «απαραμόρφωτη», λειτουργεί αρνητικά. Η
    ελαστικότητα εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως η υγρασία, το είδος του
    ξύλου, η διάταξη των ινών, αλλά και η κατεύθυνση της δύναμης που τα φορτίζει.
    (Οικονόμου 2012, σελ.50)
  3. Η σκληρότητα: Ως σκληρότητα του ξύλου, μπορούμε να ορίσουμε το μέτρο
    αντίστασης που προβάλλει στην είσοδο ξένων σωμάτων στη μάζα του. Για
    παράδειγμα, η αντίσταση που προβάλλει όταν ένα αιχμηρό εργαλείο ή καρφί
    εισχωρεί μέσα του, ή όταν ένα τριβείο έρχεται σε επαφή με το ξύλο. Η σκληρότητα,
    είναι άμεσα εξαρτημένη από την πυκνότητα και την υγρασία που φέρει το ξύλο. Ξηρά
    ξύλα, με πυκνές ίνες είναι πιο σκληρά. Επιφάνειες, κάθετες προς τη διεύθυνση των
    ινών, έχουν μεγαλύτερη σκληρότητα, σε σχέση με επιφάνειες που είναι παράλληλες
    προς τη διεύθυνση αυτή. Η μέτρηση της σκληρότητας γίνεται με ειδικά μηχανήματα.
    Ανάλογα με τη σκληρότητα, μπορούμε να χωρίσουμε τα ξύλα σε σχετικώς μαλακά
    (ιτιά, καστανιά, λεύκη), σε ξύλα με μέτρια σκληρότητα (πεύκη, ελάτη, καρυδιά) και
    σε σκληρά (δρυς, ελιά, σφενδάμι, φραξός).
  4. Η Πλαστικότητα: Η ιδιότητα που έχουν τα υλικά να ξεπερνούν το όριο ελαστικότητας,
    κατά τη διάρκεια μιας φόρτισης και να υφίστανται μόνιμη παραμόρφωση, χωρίς να
    σπάσουν, ονομάζεται πλαστικότητα. Η πλαστικότητα, είναι πολύ σημαντική στη
    ναυπηγική, αφού χρησιμεύει στη δημιουργία μόνιμων καμπύλων. Αυτό μπορεί να
    γίνει ευκολότερα με την άτμιση, που είναι η επίδραση υδρατμών σε υψηλή
    θερμοκρασία. Έτσι, το ξύλο γίνεται πιο μαλακό και μπορεί να μεταβληθεί από την
    αρχική του κατάσταση, χωρίς να σπάσει. Το ξύλο που θα υποστεί μεταβολή με
    άτμιση, όταν επανέλθει σε θερμοκρασία περιβάλλοντος και ξηραθεί, διατηρεί τη
    μορφή του, διότι μερικές ίνες του ξηραίνονται σε επιμήκυνση και άλλες σε θλίψη.
    Επίσης, έχουμε αύξηση της πλαστικότητας με την αύξηση υγρασίας και
    θερμοκρασίας.

Σύμφωνα με τα γραπτά του Θεοφράστου, του Πλίνιου και του Βιτρούβιου, αποκαλύπτεται
ότι οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν μία ποικιλία ξύλων για τις οικοδομικές τους
ανάγκες και κατείχαν πλούσιες γνώσεις σχετικά με τα χαρακτηριστικά του ξύλου ως υλικού.
Το γνώριζαν πως τα διάφορα είδη ξύλων διέφεραν μεταξύ τους όσον αφορά τη σκληρότητα,
την αντοχή τους σε κάμψη και θλίψη, την αντίδρασή τους στην υγρασία, καθώς και την αξία
τους ανάλογα με την ηλικία των δένδρων που προήλθαν και τις κλιματικές συνθήκες κατά
την υλοτομία ή την προέλευσή τους. Η αναφορά στο ξύλο ως “οικοδομική ύλη” ή “ερέψιμο
υλικό” αντανακλά τη χρήση του για την κατασκευή δομών, ορόφων και στεγών.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν εξαιρετική γνώση της ποιότητας των ξύλων ανάλογα με την
περιοχή (στην Ελλάδα) και την προέλευσή τους. Για τις ανάγκες μεγάλων έργων, εισήγαγαν
ξυλεία από απομακρυσμένες περιοχές. Ο Θεόφραστος θεωρούσε το μακεδονικό ξύλο
ιδανικό για τεκτονική, καθώς ήταν απαλό και ανθεκτικό. Μετά από αυτό, προτιμούσαν το
ποντιακό ξύλο, και στη συνέχεια το αινιανικό. Αντίθετα, τα ξύλα από τον Παρνασσό και την
Εύβοια θεωρούνταν χειρότερης ποιότητας λόγω της οζώδους υφής και της ευαισθησίας στη
σήψη.
Ειδικά για ναυπηγικούς σκοπούς, χρησιμοποιούνταν και το μακεδονικό ξύλο, όπως
αναφέρουν αρχαίοι συγγραφείς και επιγραφές. Εξήγαγαν το ξύλο από πολλές περιοχές,
όπως Κόρινθο, Σικυώνα, Αρκαδία, Ζάκυνθο, Κρήτη, Κάρπαθο, Μίλητο, Μικρά Ασία, Κύπρο,
Συρία, Θουρία Σικελίας, ακόμα και από την Κύρνο (Κορσική), γνωστή για το μεγάλο μήκος
της. Σχετικά με τα σχήματα και τις διαστάσεις του δομικού ξύλου, η πληροφορία πηγάζει από
επιγραφές σε αρχαιολογικά μνημεία. Ο Θεόφραστος και ο Πολυδεύκης παρέχουν
πληροφορίες για διάφορα μήκη ξύλων, ενώ επιγραφές από μνημεία στην Αθήνα, τη Δήλο
και την Επίδαυρο καταγράφουν τις διαστάσεις του δομικού ξύλου. Ενδιαφέρον
παρουσιάζουν τα “στρογγυλά” ή “γόγγυλα” ξύλα, που αποτελούνταν από άξεστα κομμάτια,
ενώ τα πριονισμένα ονομάζονταν “σχιστά” ή “πελεκητά”. Υπήρχαν επίσης ξύλα “μονόβολα”
και “δίβολα”, αναφερόμενα σε ξύλα από ένα ή δύο κομμάτια που συνδεόνταν με εντορμίες.
Γενικά, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν εμπεριστατωμένες γνώσεις σχετικά με τα ξύλα και τις
δυνατότητες τους ως κατασκευαστικό υλικό, αποδεικνύοντας την εξειδίκευσή τους στη
χρήση των φυσικών πόρων για τις αρχιτεκτονικές τους ανάγκες.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, τα συνηθισμένα ξύλα που χρησιμοποιούνταν για
οικοδομικούς σκοπούς είχαν συγκεκριμένα μήκη. Τα ξύλα μήκους 12 πήχεων (περίπου 5,88
μέτρα) περιλάμβαναν τα ελάτινα, κέδρινα και δρύινα ξύλα. Αυτό το μήκος ήταν επίσης κοινό
και για τα ξύλα που χρησιμοποιούνταν για τους σφηκίσκους της στέγης. Όπως αναφέρθηκε
και προηγουμένως, ο τρόπος που χρησιμοποιούνταν τα διάφορα είδη ξύλων στην αρχαία
Ελλάδα αντανακλούσε τις διάφορες ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους. Οι περιγραφές
περιλαμβάνουν πολλά διάφορα είδη ξύλων1 και τις συγκεκριμένες χρήσεις τους:

  1. Δρυς: Η δρυς είχε ευρεία χρήση στον τομέα της ναυπηγικής, κατασκευάζοντας είτε τον
    σκελετό ολόκληρου του σκάφους είτε συγκεκριμένα τμήματα όπως μπρατσόλια, ντουφέκια,
    καρίνες, ποδοστάματα και ακράπι. Ωστόσο, η υπερβολική υλοτόμηση της δρυς είχε ως
    αποτέλεσμα τη μείωση της διαθεσιμότητάς της στην αγορά. Στην Ελλάδα, τα βασικότερα
    είδη δρυός που ευδοκιμούν είναι η ήμερη βελανιδιά (Quercus pendunculata), η δρύς
    χνοώδης η ποδισκοφόρα (Quercus pubescens), η δρύς μακεδονική (Quercus macedonica) και
    το πουρνάρι ή πρίνος (Quercus coccifera). Η πλειοψηφία της ξυλείας προέρχονταν από νησιά
    όπως η Σάμος, η Λέσβος, η Ρόδος, η Θάσος και άλλα. Οι ξυλοναυπηγοί προτίμησαν το
    πουρνάρι για τα ισχυρότερα και πιο απαιτητικά μέρη της κατασκευής, όπως τα ακράπι και
    τα μικρότερα κομμάτια για τις καβίλιες.
    Τα εξαιρετικά ανθεκτικά χαρακτηριστικά της δρυός χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή
    νομέων (πλευρών του σκάφους), ποδοσταμάτων, καμαριών και γενικά για όλες τις στερεές
    συνδέσεις στον σκελετό ενός σκάφους. Η ανθεκτικότητά τους στους μύκητες και τα έντομα,
    καθώς και η υψηλή περιεκτικότητά τους σε τανίνες, τα καθιστούν πολύ ανθεκτικά υλικά.
    Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η κατεργασία του ξύλου δρυός μπορεί να είναι προκλητική
    λόγω της αδρής υφής του και των ενδεχόμενων ελαττωμάτων. Παρ’ όλα αυτά, η ποιότητα
    των τελικών προϊόντων είναι συνήθως υψηλή, παρότι μπορεί να υπάρχουν ελαττώματα,ειδικά στο ξύλο που είναι δυσκολότερο στην κατεργασία, όπως της δρυός. Τα μηχανικά
    χαρακτηριστικά των ειδών δρυός παραμένουν υψηλά, περιλαμβάνοντας σκληρότητα,
    ελαστικότητα, αντοχή σε θλίψη και εφελκυσμό, ακόμα και σε υγρές/ξηρές συνθήκες.
  2. Εικ1.Δείγμα ξυλείας Δρυός

  3. Αρία και Πρίνος: Είναι είδη δρυός. Χρησιμοποιούνταν για λαβές εργαλείων και άλλες
    εφαρμογές που απαιτούσαν αντοχή.
  4. Κρανεία: Χρησιμοποιούνταν για τύλους (καβίλιες).
  5. Συκιά: Είναι ενδιαφέρον πώς ο Πλίνιος αναφέρει ότι στην εποχή του, το ξύλο συκιάς
    χρησιμοποιούνταν για την ευκαμψία και την ελαφρότητά του. Αυτό μας υποδεικνύει την
    ποικιλία των κριτηρίων που λαμβάνονταν υπόψη κατά την επιλογή των υλικών για την
    κατασκευή πλοίων και άλλων κατασκευών. Η ευκαμψία και η ελαφρότητα του ξύλου συκιάς
    το καθιστούν κατάλληλο για κατασκευές που απαιτούν αυτές τις ιδιότητες, όπως μικρά
    αντικείμενα ή σκελετοί στη ναυπηγική. Η χαμηλή αντοχή στα έντομα και τα χαμηλά μηχανικά
    χαρακτηριστικά μπορεί να το περιορίζουν σε χρήσεις που δεν εκτίθενται σε μεγάλες
    φορτίσεις ή δυνάμεις.
  6. Κέδρος του Λιβάνου: Πολύτιμο λόγω της αντοχής του και των μεγάλων διαστάσεων του.
    Χρησιμοποιούνταν σε κτίρια και ναυπηγικές κατασκευές.
  7. Οξιά: Το ξύλο της οξιάς φαίνεται να είναι επίσης ένα υλικό με πολύ ενδιαφέροντα
    χαρακτηριστικά, τα οποία το καθιστούν κατάλληλο για συγκεκριμένες εφαρμογές στη
    ναυπηγική. Οι ιδιότητές του, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην απόδοση, την
    ανθεκτικότητα και την ποιότητα της κατασκευής. Η υψηλή πυκνότητα και οι καλές μηχανικές
    ιδιότητες του ξύλου της οξιάς το καθιστούν κατάλληλο για στοιχεία που απαιτούν
    ανθεκτικότητα και αντοχή, όπως οι μικρές σανίδες του καταστρώματος της πλώρης και ο
    καραβόπαγος του ιστού. Η ευκολία στην επεξεργασία καθιστά το ξύλο της οξιάς προτιμητέο, καθώς μπορεί να είναι ευέλικτο κατά τη διαδικασία κατασκευής. Επίσης, η ευαισθησία στην
    προσβολή από μύκητες και έντομα μπορεί να αποτελεί πρόκληση, αλλά η χρήση του ξύλου
    σε συγκεκριμένα στοιχεία του πλοίου μπορεί να το προστατεύσει από αυτούς τους
    παράγοντες. Η χρήση του ξύλου της οξιάς σε συγκεκριμένα μέρη του πλοίου,
    όπως οι μικρές σανίδες της πλώρης και ο καραβόπαγος του ιστού, αποδεικνύει τη
    σκοπιμότητα της επιλογής υλικού, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιότητες του ξύλου της οξιάς και
    τις απαιτήσεις κάθε στοιχείου του πλοίου.
  8. Πεύκη:Στο παρελθόν, όλοι οι ξυλοναυπηγοί, εκτός από τους ναυπηγούς στα νησιά του
    Ιονίου, χρησιμοποιούσαν κυρίως πεύκο για το πέτσωμα και τα περισσότερα τμήματα του
    σκελετού των σκαφών. Το σημαντικότερο κριτήριο επιλογής του είδους πεύκου ήταν η
    υψηλή περιεκτικότητά του σε ρητίνη. Ειδικά η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis), η τραχεία
    πεύκη (Pinus brutia) και εκείνα που προέρχονταν από τη Σάμο, ήταν τα προτιμώμενα είδη
    πεύκου λόγω της υψηλής ρητίνης που περιείχαν. Μάλιστα, τα πεύκα που είχαν φυσική
    καμπυλότητα στον κορμό τους ήταν εξαιρετικά κατάλληλα, καθώς με την κατάλληλη
    επεξεργασία μπορούσαν να δημιουργήσουν τα καμπύλα τμήματα του σκελετού, όπως
    ποδοστάματα, μπρατσόλια και νομείς. Ειδικά τα δένδρα που αναπτύσσονταν σε πλαγιές ή
    αντιμετώπιζαν ισχυρούς ανέμους είχαν κορμούς με φυσική καμπυλότητα, η οποία μπορούσε
    να εκμεταλλευτεί για τη δημιουργία των καμπύλων τμημάτων του σκελετού.

    Εικ2. Δείγμα ξυλείας Πεύκης

  9. Ελάτη:Το ξύλο της ελάτης έχει λεπτή υφή και ευθύ κόκκο, με εξαίρεση τις περιοχές γύρω
    από τους κόμπους όπου είναι πιο σκληρό. Οι αυξητικοί δακτύλιοι δεν έχουν ομοιόμορφο
    πάχος λόγω της συνήθειας της ελάτης να ζει καλυμμένη από άλλα δέντρα. Αυτό μπορεί να
    προκαλέσει συμπιέσεις και κλυδωνισμούς στους δακτυλίους. Το ξύλο της ελάτης είναι
    ευπαθές εάν εκτίθεται σε εναλλασσόμενες ξηρές και υγρές συνθήκες. Αυτό μπορεί να
    οδηγήσει σε φθορά και αποσύνθεση του ξύλου. Η ελάτη δεν έχει αντοχή στις προσβολές από
    έντομα και έχει μικρή ανθεκτικότητα έναντι μύκητων. Αυτό καθιστά την προστασία και τη
    διατήρηση του ξύλου σημαντικές προκλήσεις. Μάλιστα, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά
    του ξύλου ελάτης είναι η χαμηλή του πυκνότητα, που καθιστά το ξύλο αυτό κατάλληλο για
    την κατασκευή πλοίων που χρειάζονται ελαφρότητα και ταχύτητα, όπως τα πολεμικά πλοία.
  10. Ερυθρελάτη:Η λευκή ή λευκοκίτρινη χροιά του ξύλου της (Picea abies (L.) Karsten) και ο
    ευθύς κόκκος της δημιουργούν μια καθαρή και ομοιόμορφη εμφάνιση. Η χαμηλή
    ανθεκτικότητα έναντι μυκήτων και εντόμων μπορεί να περιορίσει την χρήση του ξύλου σε
    περιβάλλοντα όπου αυτά τα ζητήματα δεν αποτελούν πρόβλημα. Η μέση πυκνότητα 0,45
    g/cm3 υποδεικνύει ότι πρόκειται για ένα ελαφρύ ξύλο, ενώ τα καλά μηχανικά
    χαρακτηριστικά, ειδικά η αντοχή σε κάμψη, καθιστούν το ξύλο αυτό κατάλληλο για
    εφαρμογές όπου η αντοχή είναι σημαντική, όπως στην κατασκευή. Η εύκολη επεξεργασία
    και τα καλά αποτελέσματα που προκύπτουν από το πριόνισμα και άλλες επεξεργασίες το
    καθιστούν κατάλληλο για τη χρήση σε διάφορα έργα και κατασκευές. Η επένδυση του
    πλοίου με το ξύλο ερυθρελάτης είναι ένα παράδειγμα όπου οι τεχνολογικές του
    χαρακτηριστικά αξιοποιούνται για να παρέχουν ανθεκτικότητα και καλή επιδόσεις στην
    επένδυση του πλοίου
  11. Κυπαρίσσι: Στην Ελλάδα αναπτύσσονται δύο ποικιλίες κυπαρισσιού. Η πρώτη ποικιλία
    είναι το πυραμιδοειδές – πλαγιόκλαδο, το οποίο έχει κλαδιά σχεδόν κατακόρυφα (Cupressus
    sempervirens var. pyramidalis) και η δεύτερη ποικιλία είναι το οριζοντιόκλαδο, το οποίο έχει
    τα κλαδιά σχεδόν οριζόντια (Cupressus sempervirens var. horizontalis). Το γεγονός ότι
    χρησιμοποιούνται διαφορετικές ποικιλίες του κυπαρισσιού για διάφορα τμήματα του
    σκελετού και του πετσώματος των σκαφών αντικατοπτρίζει την ποικιλία των ιδιοτήτων του
    ξύλου αυτού και τις διάφορες ανάγκες στη ναυπηγική. Είναι ενδιαφέρον να βλέπουμε πώς
    οι ναυπηγοί εκμεταλλεύονταν τις διαφορετικές χαρακτηριστικές ιδιότητες των
    διαφορετικών ποικιλιών του κυπαρισσιού για να δημιουργήσουν τα κατάλληλα τμήματα των
    σκαφών. Η επιλογή της ποικιλίας που θα χρησιμοποιηθεί για το κάθε τμήμα του σκελετού
    και του πετσώματος είναι αποτέλεσμα εμπειρίας και γνώσης σχετικά με τις ιδιότητες του
    ξύλου και το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή των σκαφών. Είναι κατανοητό
    ότι η ποικιλία των ξύλων που χρησιμοποιούνταν στη ναυπηγική είχε άμεση επίδραση στην
    αντοχή, την ανθεκτικότητα και τη συνολική ποιότητα των κατασκευών. Η γνώση αυτή δείχνει
    πόσο σημαντικό ρόλο έπαιζε η εμπειρία και η τεχνογνωσία των ναυπηγών στη δημιουργία
    λειτουργικών και ανθεκτικών σκαφών.

    Εικ3. Δείγμα ξυλείας Κυπαρισσιού

  12. Πτελέα (Φτελιά): Στο παρελθόν, πολλοί ξυλοναυπηγοί χρησιμοποιούσαν δύο είδη
    φτελιάς, την ορεινή φτελιά (Ulmus montana) και την ποδισκοφόρα φτελιά (Ulmus
    Εικ. 3: Δείγμα ξυλείας Κυπαρισσιού
    pendunculata), για τον σκελετό των σκαφών. Παρότι στο παρελθόν αυτά τα είδη είχαν ευρεία
    χρήση, σήμερα δεν χρησιμοποιούνται πλέον στα ελληνικά ναυπηγεία. Η φτελιά είναι ξύλο
    βαρύ και διαθέτει ιδιότητες που την καθιστούν κατάλληλη για τη ναυπηγική. Είναι εύκολο
    να καρφωθεί και παρουσιάζει μεγάλη αντοχή στο σχίσιμο. Επιπλέον, το καρδιόξυλο της
    φτελιάς έχει εντυπωσιακή αντοχή και μεγάλη διάρκεια ζωής, καθιστώντας την επιλογή με
    μεγάλη αντοχή στο πέρασμα του χρόνου. Παρά την κάποτε ευρεία χρήση της φτελιάς στη
    ναυπηγική, σήμερα αυτά τα είδη ξύλου έχουν αντικατασταθεί από άλλες επιλογές στα
    ελληνικά ναυπηγεία.

    Εικ4. Δείγμα ξυλείας Φτελιάς

  13. Καρυά (Καρυδιά): Το ξύλο καρυδιάς φαίνεται να έχει μια ευρεία ποικιλία υφών και
    εμφανίζει διαφορές στον κόκκο του. Είναι ενδιαφέρον πώς η υφή του μπορεί να κυμαίνεται
    από λεπτή έως μέτρια. Η επιφανειακή σκληρότητα είναι μέτρια, ενώ οι άλλες μηχανικές
    επιδόσεις του ξύλου καρυδιάς φαίνεται ότι είναι καλές. Η πυκνότητα του ξύλου καρυδιάς
    είναι αρκετά υψηλή (0,72 g/cm3), καθιστώντας το βαρύ ξύλο. Αυτό το γεγονός, μαζί με τις
    καλές μηχανικές ιδιότητες, κάνει το ξύλο καρυδιάς κατάλληλο για εφαρμογές που απαιτούν
    αντοχή και ανθεκτικότητα. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι η φυσική ανθεκτικότητα του ξύλου
    καρυδιάς δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή. Είναι ευάλωτο στην προσβολή από έντομα και η
    ανθεκτικότητά του έναντι των μυκήτων είναι μέτρια. Η εύκολη επεξεργασία του ξύλου
    καρυδιάς και η αξιοσημείωτη ποιότητα των αποτελεσμάτων καθιστούν αυτό το ξύλο
    ελκυστικό για χρήση σε διάφορες εφαρμογές, παρά τις φυσικές του περιορισμένες
    ανθεκτικότητες.
  14. Ελαία: Η ποικιλόχρωμη εμφάνιση με βαθιές καστανές ή γκρίζες φλέβες και η λιπαρή όψη
    καθιστούν την ελιά (Olea europaea L.) ιδιαίτερα ελκυστική αισθητικά. Η λεπτή υφή σε
    συνδυασμό με τον ακανόνιστο κόκκο, που μπορεί να είναι κυματιστός λόγω του δύσμορφου
    σχήματος των δέντρων, προσθέτει περισσότερη πολυπλοκότητα στην υφή του ξύλου. Η
    πυκνότητα 0,92 g/cm3 δείχνει ότι πρόκειται για ένα σχετικά βαρύ ξύλο. Η υψηλή σκληρότητα
    του είναι ενδιαφέρουσα, υποδηλώνοντας τη δυνατότητα του να αντέχει φθορές και χρήση
    μεγάλης πίεσης. Η επιρροή της συχνότητας ελαττωμάτων στις μηχανικές ιδιότητες του ξύλου
    Εικ. 4: Δείγμα ξυλείας Φτελιάς
    δείχνει την πρόκληση που μπορεί να προκύψει από τον ακανόνιστο κόκκο. Αυτό μπορεί να
    επηρεάσει τη στρέβλωση και την εμφάνιση ρωγμών, δυσκολεύοντας την επεξεργασία και τη
    χρήση του ξύλου. Η καλή ανθεκτικότητα κατά των μυκήτων και εντόμων καθιστά το ξύλο
    αυτό κατάλληλο για χρήση σε πολλές εφαρμογές, ενώ η συρρίκνωση παραμένει σε μέτριο
    επίπεδο.

    Εικ5. Δείγμα ξυλείας Ελιάς

  15. Μελία: Παρείχε ξύλο άσηπτο και διαρκές, κυρίως για κατώφλια, κανόνες, ξυλολαβές
    εργαλείων και γόμφους.
  16. Άκανθα (Ακακία): Είχε ξύλο άσηπτο και ισχυρό. Χρησιμοποιούνταν για κατασκευές
    οροφών, πόρτες και στροφείς.
  17. Φοίνιξ (Φοινικιά): Παρείχε ξύλο μαλακό αλλά ισχυρό, κυρίως για στύλους.
  18. Έβενος: Πολύτιμο λόγω του μαύρου χρώματος και της αντοχής του. Χρησιμοποιούνταν σε
    πολυτελείς κατασκευές.
  19. Μουριά: Τα είδη μουριάς που ανταμώνονται στην Ελλάδα περιλαμβάνουν τη Morus alba
    με τα άσπρα μούρα και τη Morus nigra με τα μαύρα μούρα. Το ξύλο αυτών των μουριών
    κατατάσσεται στην κατηγορία των μετρίας σκληρότητας και βάρους ξύλων. Στο παρελθόν,
    μέχρι τη δεκαετία του ’60, το ξύλο αυτών των μουριών είχε ευρεία χρήση στη ναυπηγική
    όπου χρησιμοποιούνταν σε διάφορα τμήματα του σκελετού των σκαφών.

    Εικ6. Δείγμα ξυλείας Μουριάς

  20. Μαύρη σκλήθρα: Το ξύλο της μαύρης σκλήθρας φαίνεται να έχει μια σειρά από
    χαρακτηριστικά που το καθιστούν κατάλληλο για τη χρήση του στη ναυπηγική. Υπάρχει μία
    ποικιλία όσον αφορά τις ιδιότητες του ξύλου και πώς αυτές συμβάλλουν στην κατασκευή και
    αντοχή των πλοίων. Ενώ η φυσική ανθεκτικότητα του ξύλου μπορεί να είναι χαμηλή, η
    ανθεκτικότητά του αυξάνεται όταν το ξύλο τοποθετείται μόνιμα κάτω από το νερό. Αυτή η
    ιδιότητα το καθιστά κατάλληλο για χρήση στη ναυπηγική, όπου τα πλοία έρχονται σε συνεχή
    επαφή με το νερό. Η δυνατότητα εύκολης επεξεργασίας και η καλή ποιότητα της επιφάνειας
    είναι σημαντικά για τη δημιουργία σύνθετων δομών στη ναυπηγική, καθώς απαιτείται
    ακρίβεια και προσαρμογή των ξύλινων στοιχείων. Η χρήση του ξύλου της μαύρης σκλήθρας
    στην κατασκευή πλαισίων, καρίνας, πλωρής και πρύμνης των πλοίων αντικατοπτρίζει την
    ευελιξία του ξύλου να προσαρμόζεται σε διάφορα σημεία και δομές του πλοίου.
  21. Φλαμουριά: Το ξύλο της φλαμουριάς / τέφρας (Fraxinus excelsior L.) φαίνεται να έχει
    εξαιρετικές μηχανικές ιδιότητες που το καθιστούν κατάλληλο για χρήση στην κατασκευή
    σκελετού σε πλοία και άλλες κατασκευές. Οι υψηλές ελαστικές ιδιότητες είναι ιδιαίτερα
    σημαντικές για τη θέση του σκελετού, καθώς μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση
    των φορτίων και των κινητικών δυνάμεων που δημιουργούνται κατά τη ναυπηγική
    κατασκευή και τη ναυσιπλοΐα. Η μέση πυκνότητα της φλαμουριάς είναι αρκετά υψηλή (0,72
    g/cm3), προσφέροντας σταθερότητα και αντοχή, ενώ η συρρίκνωση και η επιφανειακή
    σκληρότητα παραμένουν σε μέτρια επίπεδα. Οι μηχανικές ιδιότητες αυτού του ξύλου, όπως
    η υψηλή ελαστικότητα και η φυσική αντοχή, το καθιστούν εξαιρετικά κατάλληλο για χρήση
    σε εφαρμογές που απαιτούν αντοχή και ευλυγισία, όπως οι κατασκευές σκελετού πλοίων.
    Είναι ενδιαφέρον πώς η χρήση του ξύλου τέφρας ως κύριου συστατικού του σκελετού σε
    πολλά πλοία σημαίνει ότι οι αρχαίοι ναυπηγοί γνώριζαν και αξιοποιούσαν τις μοναδικές
    ιδιότητες αυτού του ξύλου για να κατασκευάζουν πλοία που να ανταποκρίνονται στις
    απαιτήσεις της ναυσιπλοΐας.

Αυτές οι χρήσεις αντανακλούν την ποικιλία των διαθέσιμων πόρων και τις δεξιότητες των
αρχαίων Ελλήνων στην αξιοποίησή τους για διάφορες κατασκευές και ανάγκες. Ο τρόπος
κατασκευής και συντήρησης των αρχαίων ελληνικών πλοίων ήταν ιδιαίτερα προσεγμένος και
προσαρμοσμένος στις διάφορες ανάγκες των εμπορικών και πολεμικών πλοίων.
Για την κατασκευή των εμπορικών πλοίων, χρησιμοποιούνταν ανθεκτική ξυλεία όπως η
δρυς ή το πεύκο, τα οποία προσέφεραν την αντοχή που απαιτούνταν για τις μακρές
εμπορικές διαδρομές. Από την άλλη πλευρά, για τα πολεμικά πλοία, επιλέγονταν
Εικ. 6: Δείγμα ξυλείας Μουριάς
ελαφρότερα ξύλα, προκειμένου τα πλοία να είναι ευκίνητα στο νερό. Επίσης, η ελαφρότερη
ξυλεία διευκόλυνε την ανύψωση και μεταφορά των πλοίων στην ξηρά για προστασία από
πιθανές επιθέσεις και πυρπόληση. Η αναλώσιμη φύση του ξύλου και η διάβρωση από
μικροοργανισμούς στο νερό ανέγκειτο την ανάγκη για τακτική συντήρηση.
Τα πολεμικά πλοία που χρησιμοποιούνταν λιγότερο συχνά ανελκύονταν στην ξηρά για να
αποφευχθεί η διάβρωση και το πλήγμα από τον χρόνο. Για την ανύψωση και την συντήρηση
αυτών των πλοίων, κατασκευάζονταν εγκαταστάσεις στέγασης, τα νεώσοικα, που τα
προστάτευαν από τις καιρικές συνθήκες και παράλληλα επέτρεπαν την πραγματοποίηση
εργασιών συντήρησης.
Η δρυς και η φτελιά ήταν τα πιο κοινά και αναγνωρίσιμα σκληρά ξύλα που
χρησιμοποιούνταν. Επιπλέον, αναφέρεται η χρήση της μουριάς και του ευκαλύπτου. Τα
μαλακά είδη ξύλου, όπως τα κωνοφόρα είδη, ήταν τα περισσότερο κατάλληλα για το
πέτσωμα (την επικάλυψη του σκελετού με σανίδες) και το κατάστρωμα (το δάπεδο) του
σκάφους. Το πεύκο αποτέλεσε το πιο διαδεδομένο ξύλο, ειδικά για επικαλύψεις, ενώ
χρησιμοποιήθηκε και το κυπαρίσσι. Άλλα είδη ξυλείας που χρησιμοποιούνταν στη
ναυπηγική περιλαμβάνουν τη λάρικα (ή “λάρτζινο”), που χρησιμοποιούνταν για επιστρώσεις
και καταστρώματα, το αγιόξυλο (γνωστό και ως “πυξάρι”), ένα σκληρό ξύλο που
χρησιμοποιούνταν και στη ξυλογλυπτική, για τις μακαράδες (επικαλύψεις) και το δεσποτάκι
(ή “φράξος”), που χρησιμοποιούνταν για τους νομείς (τα καμπύλα στοιχεία του σκελετού του
σκάφους, γνωστά και ως πλευρά), καθώς και τα καμάρια, κυρτά δομικά στοιχεία που
στηρίζουν το κατάστρωμα και συνδέουν μεταξύ τους τα τοιχώματα. Επιπλέον, για
εσωτερικές διαρρυθμίσεις χρησιμοποιούνταν ξύλα όπως η καρυδιά, το πλατάνι και ο
γαύρος.
Σύμφωνα με τον Pouqueville, οι κάτοικοι της Ύδρας χρησιμοποιούσαν πεύκο που
προμηθευόταν από την περιοχή της Ολυμπίας για τα πλοία τους. Σε ό,τι αφορά τα άλμπουρα,
έφερναν ξύλα από τον Παρνασσό. Στο Κρανίδι, τις Σπέτσες και τις Βόρειες Σποράδες,
χρησιμοποιούσαν ντόπια ξυλεία. Άλλες τοποθεσίες που προμήθευαν ναυπηγική ξυλεία
περιλάμβαναν τη Θεσσαλονίκη, το Άγιον Όρος, την Αγία Μαρίνα στην Εύβοια και τη
Μυτιλήνη. Ο ποταμός Λούρος παρείχε εξαιρετική ξυλεία.
Αναφέρεται όμως ότι τα καλύτερα άλμπουρα παλιότερα προμηθευόταν από την διάσημη
φίρμα του Δημητράκη Ξανθού στην Πόλη. Για τα πανιά των καραβιών, προμηθεύονταν
λινάρι από την περιοχή της Λειβαδιάς και βαμβάκι από την περιοχή της Αθήνας. Όσον αφορά
τα σχοινιά, φαίνεται πως περισσότερο πιθανόν να εισήγαγαν από δυτικές περιοχές.
Υπήρχαν ειδικοί ξυλοκόποι που προμήθευαν τα ναυπηγεία με τα κατάλληλα σχήματα
ξύλων, που αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένα κατασκευαστικά στοιχεία του σκελετού ενός
σκάφους. Επίσης, μεγάλη σημασία έδιναν στην περιεκτικότητα του ξύλου σε ρετσίνι, στην
ομαλή διαμόρφωση των ινών του ξύλου και στην σωστή ξήρανση. Οι φυσικές καμπυλότητες,
που έπρεπε να έχουν τα ξύλα με τα οποία προμηθεύονταν τα ναυπηγεία, ήταν το βασικότερο
στοιχείο της ναυπηγήσιμης ξυλείας. Δέντρα που είχαν συγκεκριμένα γονατοειδή σχήματα,
μαρκάρονταν από πριν στο δάσος και ήταν εξ αρχής γνωστά στους ξυλοκόπους, με την
ονομασία του τμήματος του σκελετού ενός σκάφους, για το οποίο προορίζονταν
(ποδόσταμα, φουρνιστή, μπρατσόλι, ακράπι, κούτσα κ.α.). Φυσικά, σήμερα που δεν υπάρχει
τέτοιου είδους διαχείριση της υλοτομίας, η ποιότητα των ναυπηγημάτων
από ελληνική ξυλεία, είναι κατά πολύ κατώτερη των παλαιότερων.